λυκότρυπα

λυκότρυπα
η
1) волчья нора; 2) нора, лачуга (о жилище)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λυκότρυπα" в других словарях:

  • λυκότρυπα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 75 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπλίας του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασίνης. Η νέα ονομασία του οικισμού είναι Άγιος Αντώνιος. * * * η 1. φωλιά λύκου 2. πολύ… …   Dictionary of Greek

  • λυκοφωλιά — η 1. φωλιά λύκου, λυκότρυπα 2. μτφ. οικογένεια ή ομάδα κακοποιών στοιχείων, ανθρώπων αιμοβόρων και αρπάγων …   Dictionary of Greek

  • λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»